«Τοπιογραφία»

«Τοπιογραφία»

Στον πρώτο όροφο του Νεστοριδείου Μελάθρου του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης του Δήμου Ρόδου, φιλοξενούνται επιλεγμένα κομμάτια της Μόνιμης Συλλογής του Μουσείου, αντιπροσωπευτικά εκατό και πλέον χρόνων καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα η ελληνική ζωγραφική ρίχνει το βάρος της στη μελέτη του μεσογειακού φωτός. Η εξερεύνηση του παραδείσου που βρίσκεται εκτός της πόλης, βρίσκει απάντηση στην τοπιογραφία. Το πρώτο μεγάλο βήμα για τους Έλληνες δημιουργούς είναι η ελεύθερη αναζήτηση της ελληνικής φύσης στο νέο εικαστικό πλαίσιο του ιμπρεσιονισμού (ο ιμπρεσιονισμός προϋποθέτει ότι ο ζωγράφος ζει τη φυσική όψη της ατμόσφαιρας και τις μεταλλαγές του φωτισμού και των χρωμάτων στις διάφορες στιγμές του εικοσιτετραώρου).

Με γερές βάσεις από τον ιμπρεσιονισμό αλλά και τον συμβολισμό, τον οποίο γνωρίζει κατά την παραμονή του στη Βιέννη, ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) αναδεικνύεται σε γενάρχη της ελληνικής ζωγραφικής του 20ου αι. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαλέα (1879-1928) είναι οι κορυφαίοι ανανεωτές της εικαστικής μας παράδοσης. Ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927) ανήκει στις προεκτάσεις του ιμπρεσιονιστικού υπαιθρισμού, αλλά συνεισφέρει επιπλέον και στην εξπρεσιονιστική ματιά, την οποία γνωρίζει στο Μόναχο, την εποχή που το χρώμα και η ψυχική ένταση αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από την ιμπρεσιονιστική ανάλυση του φωτός. Στην ίδια γενιά με τον Παρθένη, ο Μιχάλης Οικονόμου (1888-1933) υπήρξε τοπιογράφος μεγάλης ευαισθησίας. Το χρώμα του, σαν μαγνάδι που τυλίγει τις επιφάνειες, ανάγει τη ζωγραφική σε απόλυτη αξία. Με τις Κόκκινες Στέγες στη Λέσβο του Σπύρου Παπαλουκά (1892-1957) έχουμε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του σημαντικού δημιουργού και δασκάλου της ελληνικής ζωγραφικής. Ο Παπαλουκάς προσεγγίζει τη βυζαντινή τέχνη, προτείνοντας τρόπους ανανέωσής της.

Εκείνος όμως που εισηγείται την αναβίωση της βυζαντινής ζωγραφικής στην Ελλάδα είναι ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965). Το προσωπικό καλλιτεχνικό του ιδίωμα συνδυάζει τη βυζαντινή εικονογραφική παράδοση με θέματα από τη σύγχρονη ζωή κι επηρεάζει αποφασιστικά τη «γενιά της ελληνικότητας», όπως ονομάστηκε η γενιά του ’30. Με το ίδιο αίσθημα, επιδιώκοντας επιστροφή στις πηγές της ελληνικής τέχνης, ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), ο Σπύρος Βασιλείου (1902-1985), ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994), ο Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985), ο Γιάννης Μόραλης (1916-2009) αντλούν ιδέες και μορφές από παλαιότερες περιόδους της τέχνης που άνθησε στον μείζονα ελληνικό χώρο: από την κλασική αγγειογραφία, τα ελληνιστικά πορτρέτα (φαγιούμ) και τη λαϊκή ζωγραφική της μεταβυζαντινής εποχής, συνδυάζοντές τες άφοβα με τα σύγχρονα εικαστικά ρεύματα: τον κυβισμό (Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας), τον φοβισμό (Γ. Τσαρούχης, Δ. Διαμαντόπουλος), τον συμβολισμό και τη μεταφυσική ζωγραφική (Γ. Στέρης, Ν. Εγγονόπουλος).

Στην άλλη όχθη με τις αναζητήσεις της εικαστικής ιθαγένειας, αναπτύσσεται και ο εξπρεσιονισμός. Στην ελληνική τέχνη αναδεικνύεται με τρεις καλλιτέχνες που δίνουν έμφαση στο χρώμα ως έκφραση του ψυχισμού τους κι όχι ως εργαλείο αναπαράστασης του ορατού κόσμου. Ο Δημήτρης Βιτσώρης (1902-1945), περιθωριακός και πικραμένος, έφυγε πολύ νέος. Ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (1881-1955) ζει στο περιθώριο και δεν προλαβαίνει να δει τη ζωγραφική του να αναγνωρίζεται ευρύτερα. Τέλος, ο κορυφαίος του ελληνικού εξπρεσιονισμού Γιώργος Μπουζιάνης ( 1885-1959), αφού διαπρέπει στη Γερμανία, την οποία αναγκάζεται να εγκαταλείψει διωγμένος από τον ναζισμό, ζει στην Αθήνα σχεδόν παραγνωρισμένος. Μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να διατηρηθεί η πολεμική ατμόσφαιρα μέχρι το 1949, η Ελλάδα ανακάμπτει. Ο διεθνισμός στην οικονομία και στον πολιτισμό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση καλλιτεχνικών κινημάτων ταυτόχρονα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.  Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1905-1975) και ο Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990) καλλιεργούν μια ελληνοκεντρική αφαίρεση, συνδυάζοντάς τη με μνήμες από τον ελληνικό πολιτισμό. Κοντά στους αμέσως προγενέστερους, οι καλλιτέχνες αυτής της εποχής θεωρούνται οι «μοντέρνοι κλασικοί» της νεοελληνικής τέχνης.