Ο Δημήτρης Κούκος δώρισε 80 αντιπροσωπευτικά έργα στο Μουσείο

Ο Δημήτρης Κούκος δώρισε 80 αντιπροσωπευτικά έργα στο Μουσείο

Συνεχίζουμε τις Κυριακάτικες δημοσιεύσεις μας αφιερωμένες σε μεγάλες δωρεές έργων.
Ένας ζωγράφος ο οποίος αγάπησε τη Ρόδο και δώρισε 80 αντιπροσωπευτικά έργα της μακρόχρονης καλλιτεχνικής του διαδρομής στο Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου, είναι ο Δημήτρης Κούκος.
Ο Δημήτρης Κούκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Από το 1969 έως το 1974 σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου ευτύχησε να έχει δασκάλους τους Νίκο Νικολάου και Γιάννη Μόραλη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Beaux Art στο Παρίσι (1975-1978), με δάσκαλο τον Gustave Singier.Καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Δημήτρης Κούκος έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως επίσης έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις.
Έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1977. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Η.Π.Α, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία) όσο και στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου, στο Μουσείο Βορρέ, στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και στην Εθνική Τράπεζα.
Ο δάσκαλος του, Νίκος Νικολάου, γράφει για τον Δημήτρη Κούκο
“Ο Δημήτρης Κούκος υπήρξε ένας εξαίρετος μαθητής μου.
Η Τέχνη είναι ένα απέραντο περιβόλι που το δημιούργησε ο άνθρωπος. Το καλλιέργησε, το καλλιεργεί και θα το καλλιεργεί πάντοτε. Από τους γάμους που γίνανε σ’ αυτό το περιβόλι βγήκανε σπόροι και καρποί καταπληκτικοί και θα βγαίνουνε πάντοτε, γιατί αυτό σταματημό δεν έχει, ούτε θα ’χει ποτέ, όσο θα το φροντίζει ο άνθρωπος. Ζούμε σε μια εποχή που ετοιμάζεται μια γέννα και που θα βγάλει καινούργιους σπόρους και καινούργιους καρπούς.
Μη μου πείτε ότι ο Ρενουάρ δεν έχει μέσα του κάτι το ελληνικό. Αισθάνεται κι αυτός με την αφή, με το χάδι. Κι αυτήν τη μυρουδιά του ιδρώτα, που βγαίνει από τα ελληνικά αγάλματα, δεν τη
νιώθεις, την ίδια μυρουδιά, στις γυναίκες του Γκόγια; Σ’ αυτά τα καταπληκτικά γυναικεία σώματα μ’ αυτόν το δροσερό ιδρώτα τους;
Οι ανθρώπινες αισθήσεις ίδιες θα υπάρχουν και θα μας οδηγούν ν’ αγαπάμε πάντοτε αυτό που μας ταιριάζει. Έτσι θα μπορούμε κι εμείς να προσφέρουμε κάτι, έστω και ελάχιστο, αρκεί
αυτό να το βγάζει η αλήθεια από μέσα μας.
Μα, θα μου πείτε, και ποια είναι η αλήθεια; Η αλήθεια σε μια δουλειά φαίνεται αν υπάρχει και μάλιστα πάρα πολύ καθαρά, αρκεί ο οδηγός της να είναι η αίσθησή μας.
Φτάνουμε τη δουλειά μας κάπου που πια το λόγο δεν τον έχει το μυαλό μας αλλά τον έχουν οι αισθήσεις μας. Αυτό βλέπουμε και στον Πικάσσο. Τα έργα του δεν είναι κατασκευάσματα, ούτε
παραμύθια, που λέει ο λόγος. Είναι η αλήθεια του που βγαίνει καθαρή από την αίσθησή του”.